- περιτεταμένη
- περιτείνωstretch all roundperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτεταμένῃ — περιτείνω stretch all round perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτείνω — ΜΑ [τείνω] 1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι 2. παθ. περιτείνομαι α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.) γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο… … Dictionary of Greek